- μουσίτσα
- η1. μικρό πτερωτό έντομο που αναπτύσσεται σε βαρέλια από μούστο, σε σάπια κρέατα ή λαχανικά καθώς και σε σκουπίδια2. η σκνίπα3. (για πρόσ.) πονηρός, κατεργάρης4. προσφώνηση γυναίκας με πολύ λεπτοκαμωμένο πρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. muso + υποκορ. κατάλ. -ίτσα].
Dictionary of Greek. 2013.